ἀσώτως

ἀσώτως
ἄσωτος
having no hope of safety
adverbial
ἄσωτος
having no hope of safety
masc/fem acc pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • блоудьно — (9*) нар. 1.Безрассудно, бессмысленно, беспутно: азъ же ѡканьныи все житиѥ моѥ сконьчавъ блоудно СбЯр XIII, 100 об.; Иже свое б҃гатьство блоудно испортѩть ||=безоума [вм. без оума] Пч к. XIV, 114 об. 115. 2. Расточительно, с излишествами: пилъ и… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • άσωτος — (I) η, ο (AM ἄσωτος, ον) (Ι) [σώζω] σπάταλος, έκλυτος, διεφθαρμένος αρχ. μσν. 1. αυτός που δεν έχει ελπίδα σωτηρίας, που βρίσκεται σε απόγνωση 2. ενεργ. αυτός που φέρνει την καταστροφή, που αποτελεί κατάρα για κάποιον 3. φρ. «ἀσώτως ἔχω»… …   Dictionary of Greek

  • αταμίευτος — η, ο (AM ἀταμίευτος, ον) αυτός που δεν έχει ή που δεν είναι δυνατόν να αποταμιευθεί αρχ. 1. ανυπόταχτος, ακατάσχετος 2. επίρρ. ασώτως, σπάταλα …   Dictionary of Greek

  • κατασωτεύω — σπαταλώ περιουσία ή σωματικές και πνευματικές δυνάμεις σε ασωτείες, κατασπαταλώ, διασπαθίζω, καταξοδεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀσωτεύω «σπαταλώ ασώτως»] …   Dictionary of Greek

  • ՊԱԿՇՈՏԻՄ — (եցայ.) NBH 2 0585 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 6c, 11c ձ. ἁσωτεύομαι, ἁσώτως ζόω, ἁκουλαστέω , ἁσελγέω luxurior, libidinosus sum, petulanter ago χαίνω hio, inhio. Պակշոտ լինել. անառակիլ. շուայտիլ. յիմարիլ տռփանօք.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”